- κατακοινωνώ
- κατακοινωνῶ, -έω (Α)1. κάνω κάποιον μέτοχο, δίνω μερίδιο σε κάποιον («ἢ κατακοινωνήσας τούτοις τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιῆσαι μερίτας», Δημοσθ.)2. φρ. «κατεκοινώνησαν τὰ τῆς πόλεως» — μοίρασαν μεταξύ τους τη δημόσια περιουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κοινωνῶ «μοιράζομαι με κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.